κοιλιακός

κοιλιακός
κοιλι-ακός, ή, όν,
A of the bowels,

ἀρρώστημα Plu.Ant.49

;

διάθεσις Gal.8.388

;

τὰ κ. Dsc.1.42

.
II of persons, suffering in the bowels, ib.73, Ruf. ap. Orib.8.24.30, Philagr.ib.5.20.2, Plu.2.101c, Gal.6.525.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοιλιακός — ή, ό (AM κοιλιακός, ή, όν) [κοιλία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων τής κοιλιακής κοιλότητας β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • κοιλιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κοιλιά: Τον έπιασε κοιλιακός τύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλιακός πτερυγισμός — Γρήγορες, ασυντόνιστες, μη αποτελεσματικές συστολές των κοιλιών της καρδιάς, που αν δεν αντιμετωπιστούν, μπορεί να αποβούν μοιραίες …   Dictionary of Greek

  • κοιλιακά — κοιλιακός of the bowels neut nom/voc/acc pl κοιλιακά̱ , κοιλιακός of the bowels fem nom/voc/acc dual κοιλιακά̱ , κοιλιακός of the bowels fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιακῶν — κοιλιακός of the bowels fem gen pl κοιλιακός of the bowels masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιακόν — κοιλιακός of the bowels masc acc sg κοιλιακός of the bowels neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικός — Κοιλιακός πόνος μεγάλης έντασης, που οφείλεται σε σπασμό ενός κοίλου σπλάχνου· ο εντοπισμός και η αντανάκλασή του εξαρτώνται από το ενεχόμενο όργανο. Ο σπασμός των χοληφόρων οδών προκαλεί, για παράδειγμα, τον αποκαλούμενο κ. του ήπατος, κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • κοιλιακαῖς — κοιλιακός of the bowels fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιακαί — κοιλιακός of the bowels fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιακοῖς — κοιλιακός of the bowels masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιακοί — κοιλιακός of the bowels masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”